- κάρφος
- το (AM κάρφος) [κάρφω]1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.)2. ξερό κλαδίνεοελλ.φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών»i) είναι αντικείμενο φθόνουii) (για τέχνη) τερατούργημα(μσν. -αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος ἐβλάβη» — δεν τόν έβλαψε ούτε ελάχιστααρχ.1. ραβδί με το οποίο οι Ρωμαίοι πραίτορες ακουμπούσαν τους δούλους όταν τούς κήρυσσαν ελεύθερους2. ξύλινη πινακίδα στην οποία ήταν γραμμένο σύνθημα («κἄν μὲν εὕρῃ τοὺς φυλάττοντας τὴν πρώτην ἐγρηγορότας, λαμβάνει παρὰ τούτων τὸ κάρφος», Πολ.)3. οδοντογλυφίδα4. ώριμος καρπός5. ξυλαράκι, πελεκούδι («κάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.)6. παροιμ. «κινοῡσα μηδὲ κάρφος» — η οποία διατελούσε σε πλήρη ηρεμία.
Dictionary of Greek. 2013.